- καταστρεπτικῶς
- καταστρεπτικῶς, Adv.A so as to end, ἐπ' αὐτά, opp. ἀνεκτικῶς (fort. κατενεκτικῶς) ἐφ' ἕτερα, Stoic.3.34 ap.Sch.Luc.Bis Acc.22 (v.l. κατατρεπτικῶς).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταστρεπτικῶς — so as to end indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρεπτικός — ή, ό και καταστρεφτικός, ή, ό αυτός που καταστρέφει, που προξενεί καταστροφή, ολέθριος, αφανιστικός. επίρρ... καταστρεπτικώς και ά (Α καταστρεπτικῶς) νεοελλ. με τρόπο ολέθριο, με τρόπο που προξενεί καταστροφή αρχ. σαν να είναι κάποιος ή κάτι στο… … Dictionary of Greek